-
1 плафонный
-
2 ὑπέρ
ὑπέρ [ῠ], [dialect] Ep. also [full] ὑπείρ, used by Hom. (metri gr.) only in the phrase ὑπεὶρ ἅλα (v. ὑπείρ); Arc. [full] ὁπέρ (q. v.): in [dialect] Aeol. replaced by περί (v.Aπερί A.
V): Prep. governing gen. and acc., in Arc. also dat. (Cf. Skt. upaári 'above', Goth. ufar, OE. ofer 'over':—from it are formed the [comp] Comp. and [comp] Sup. ὑπέρτερος, -τατος, also Adv. ὕπερθεν, and Nouns ὑπέρα, ὕπερος.)A WITH GENIT.,I of Place, over;1 in a state of rest, over, above, freq. in Hom.,βάλε.. στέρνον ὑ. μαζοῖο Il.4.528
; χιτωνίσκους ἐνεδεδύκεσαν ὑ. γονάτων not reaching to the knees, X.An.5.4.13;ἕστηκε.. ὅσον τ' ὄργυι' ὑ. αἴης Il.23.327
;εἴθ' ὑ. γῆς, εἴτ' ἐπὶ γῆς, εἴθ' ὑπὸ γῆς Thphr.Ign.1
; στῆ δ' ἄρ' ὑ. κεφαλῆς stood over his head as he lay asleep, Il.2.20, Od.4.803, al.;πασάων ὕ. ἥ γε κάρη ἔχει 6.107
;ὑ. πόλιος, ὅθι Ἕρμαιος λόφος ἐστίν, ἦα 16.471
; ὑ. κεφαλῆς οἱ ἐγίνετο διεξελαύνοντι over head, i. e. over the gateway, Hdt.1.187;ὑ. τῆς ὀροφῆς IG12.373.246
; ὑ. τοῦ ἀγάλματος ib.264;ὄρος τὸ ὑ. Τεγέης Hdt.6.105
; τὰ ὑ. κεφαλῆς the higher ground, X.Ages.2.20; Ἰονίας ὑ. ἁλὸς οἰκέων on the Ionian sea, i.e. on its shores, Pi.N.7.65;λιμὴν καὶ πόλις ὑ. αὐτοῦ κεῖται Th.1.46
, cf. 6.4, D.C.40.14: of relative geographical position, above, farther inland,οἰκέοντες ὑ. Ἁλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν Hdt.1.175
;ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑ. Αἰγύπτου Th.2.48
;τοῖς ὑ. Χερρονήσου Θρᾳξίν X.An.2.6.2
;ὑ. Μασσαλίας Plb.2.14.8
, cf. 5.73.3, al.: in Hellenistic Gr. the acc. is commoner in this sense, v. infr. B. I.b of ships at sea, off a place, Th.1.112, 8.95;ναυμαχίην τὴν ὑ. Μιλήτου γενομένην Hdt.6.25
; ὑ. τούτου (sc. Φαλήρου) ἀνακωχεύσαντες τὰς νέας ib. 116.2 in a state of motion, over, across,κῦμα νηὸς ὑ. τοίχων καταβήσεται Il.15.382
;τὸν δ' ὑ. οὐδοῦ βάντα προσηύδα Od.17.575
;πηδῶντος.. τάφρων ὕ. S.Aj. 1279
;ὑ. θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις A.Ag. 576
; ἐκκυβιστᾶν ὑ. [ τῶν ξιφῶν] X.Smp.2.11.3 over, beyond,ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ τηλοῦ ὑ. πόντου Od.13.257
.II metaph., in defence of, on behalf of,τεῖχος ἐτειχίσσαντο νεῶν ὕ. Il.7.449
;ἑκατόμβην ῥέξαι ὑ. Δαναῶν 1.444
: generally, for the prosperity or safety of,τὰ ἱερὰ ὑ. τῆς Εὐβοίας θῦσαι IG12.39.65
, cf. 45.5;ἱερὰ θυόμενα ὑ. τῆς πόλεως X.Mem.2.2.13
;ἐπιτελεῖν τὰς θυσίας ὑ. τε ὑμῶν καὶ τῶν τέκνων UPZ14.27
(ii B.C.); in dedications (always with reference to living persons),Σμικύθη μ' ἀνέθηκεν.. εὐξαμένη.. ὑ. παίδων καὶ ἑαυτῆς IG12.524
, cf. 22.4403, 42(1).569 (Epid.);Ἀρτέμιδι Σωτείρᾳ ὑ. βασιλέως Πτολεμαίου Ἐπικράτης Ἀθηναῖος OGI18
(Egypt, iii B. C.), cf. 365 (Amasia, ii B. C.), al.; ὑ. τῆς εἰς αἰῶνα διαμονῆς Ἀντωνείνου Καίσαρος ib.702.3 (Egypt, ii A.D.); ὑ. τῆς τύχης.. Ἀντωνείνου Σεβαστοῦ Εὐσεβοῦς ib.703.2 (Ptolemais, ii A.D.); ὑ. σωτηρίας τοῦ κυρίου ἡμῶν.. Ἀντωνείνου ib.706 (Egypt, ii/iii A. D.);εὑδόντων ὕ. φρούρημα A.Eu. 705
; ὑ. τινὸς κινδυνεύειν, μάχεσθαι, βοηθεῖν, Th.2.20, Pl.Lg. 642c, X.An.3.5.6;ἧς ἔθνῃσχ' ὕ. S.Tr. 708
;ὑ. γῆς τῆς Ἀθηναίων ναυμαχέειν Hdt.8.70
;ὑ. τῆς Ἑλλάδος ἀμῦναι Pl.Lg. 692d
; ἀμυνῶ ὑ. ἱερῶν καὶ ὁσίων Jusj. ap. Poll.8.105;νῦν ὑ. πάντων ἀγών A.Pers. 405
;ὑ. δόξης τελευτήσαντες D.23.210
, cf. Isoc.6.93; πάνθ' ὑ. ὑμῶν φανήσεται πράξας Χαβρίας, καὶ τὴν τελευτὴν αὐτὴν τοῦ βίου πεποιημένος οὐχ ὑ. ἄλλου τινός in your interests, D.20.80, cf. 83;ὑ. τῆς Ἀσίας στρατηγήσας Isoc.4.154
; of things sought,ὑ. τοῦ νεκροῦ ὠθισμὸς ἐγένετο πολύς Hdt.7.225
; ἀφίκετο ὑ. γενεᾶς, ὑ. φωνᾶς, ὑ. τοῦ θησαυροῦ, IG42 (1).121.10,42, 123.11 (Epid., iv B.C.);γίνωσκέ με πεπορεῦσθαι εἰς Ἡρακλέους πόλιν ὑ. τῆς οἰκίας UPZ68.3
(ii B. C.); sts. even of the thing to be averted, ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕ. about slavery, A.Th. 111 (lyr.), cf. Aeschin.3.10.2 for, instead of, in the name of, ὑ. ἑαυτοῦ τι προϊδεῖν on his own behalf, Th.1.141;ὑ. τινὸς ἀποκρίνεσθαι Pl.R. 590a
;προλέγειν X.An.7.7.3
;ἐπεὶ οὖν σὺ σιωπᾷς, ἐγὼ λέξω καὶ ὑ. σοῦ καὶ ὑ. ἡμῶν Id.Cyr.3.3.14
, cf. S.El. 554; ὑ. Ζήνωνος πράσσων as Zeno's representative, PSI4.389.8 (iii B. C.);ἔγραψεν ὑ. αὐτῶν διὰ τὸ φάσκειν αὐτοὺς μὴ εἰδέναι γράμματα PGrenf.2.17.9
(ii B. C.); θεάσασθε ὃν τρόπον ὑμεῖς ἐστρατηγηκότες πάντ' ἔσεσθ' ὑ. Φιλίππου as though by commission from P., D.3.6; so in other dialects c. acc., v. infr. B. v.3 in adjurations, with verbs of entreaty, entreat one as representative of another, τῶν ὕ. ἐνθάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων, i. e. I entreat you as they would if they were here, Il.15.665, cf. 660; then more metaph., by, λίσσομ' ὑ. ψυχῆς ( as you value your life)καὶ γούνων σῶν τε τοκήων 22.338
, cf. 24.466;λίσσομ' ὑ. θυέων καὶ δαίμονος.. σῆς τ' αὐτοῦ κεφαλῆς καὶ ἑταίρων Od.15.261
;λίσσου' ὑ. μακάρων σέο τ' αὐτῆς ἠδὲ τοκήων A.R.3.701
; ὑ. ξενίου λίσσεται ὔμμε Διός in the name of Zeus, AP7.499.2 (Theaet.); so [dialect] Aeol. περ (v.περί A.
V).4 of the cause or motive, for, because of, by reason of,ἀλγέων ὕ. E.Supp. 1125
(lyr.);ὑ. παθέων Id.Hipp. 159
(lyr.);ἔριδος ὕ. Id.Andr. 490
(lyr.); of punishment or reward, for, on account of,τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ' ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕ. S.Ant. 932
(anap.), cf. Isoc.11.39, Lys.3.43, 4.20, 13.41,42, X.An.1.3.4; ἀτῆθθαι ὑ. τῶ πατρὸς τὰ πατρώϊα the father's property shall pay the fine for the father, Leg.Gort.11.42;ἀποτεισάτω ὁ δεσπότης ὑ. τοῦ δούλου PHal. 1.198
(iii B. C.); τοῦτον (viz. a runaway slave)ὃς ἂν ἀναγάγῃ, λήψεται ὅσα καὶ ὑ. τοῦ προγεγραμμένου UPZ121.24
(ii B. C.);τὸ κατεσκευασμένον ὑ. τῆς ἡμετέρας σωτηρίας Ἰσιδεῖον
as a thank-offering for..,Sammelb.
3926.12 (i B. C.);ὑ. ὧν ἐτιμήσαμεν αὐτοὺς ταῖς μεγίσταις τιμαῖς Isoc.9.57
;ἀποδοῦναι χάριν ὑ. ὧν.. ἅπαντας ἀνθρώπους εὐεργέτησεν Id.4.56
; of payment,ἡμιωβέλιον ὑ. ἑκάστου IG12.140.2
; μέτρησον Ποσειδωνίῳ ὑ. Ἡρακλείδου on account of H., i.e. debiting H.'s account, PFay.16 (i B. C.); μετρήσω ὑ. σοῦ εἰς τὸ δημόσιον for the credit of your account, PAmh.2.88.22 (ii A. D.);ὑ. λαογραφίας Ostr.Bodl. iii 80
(i A. D.);ὑ. λόγου ἀννώνης Ostr. 1479
(iii A. D.);ὑ. ὧν ἔμαθεν καταβαλεῖν μισθόν Jul.Or.3.126a
, cf. Ael.NA3.39.5 ὑ. τοῦ μή c. inf., for the purpose of preventing or avoiding,ὑ. τοῦ μηδένα.. βιαίῳ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν X.Hier.4.3
;ὑ. τοῦ μὴ ποιεῖν τὸ προσταττόμενον Isoc.7.64
, cf. 12.80;τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν ὑπέμειναν.. ὑ. τοῦ μὴ τὸ κελευόμενον ποιῆσαι D.18.204
: also without μή, for the sake of, ὑ. τοῦτοῖς ἄλλοις ἐπιτάττειν ἐθέλειν ἀποθνῄσκειν to be ready to die for the sake of.., Isoc.6.94;μὴ τοσαύτην ποιεῖσθαι σπουδὴν ὑ. τοῦ βλάψαι τοὺς πολεμίους ἡλίκην ὑ. τοῦ μηδὲν αὐτοὺς παθεῖν δεινόν Plb.3.94.9
, cf. 5.32.1, 5.86.8: this constr. is found also in signf. A. 111.III concerning,ὑ. σέθεν αῐσχε' ἀκούω Il.6.524
;κᾶρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑ. καλλινίκου ἅρμασι Pi.P.1.32
;Σκύθαι μὲν ὧδε ὑ. σφέων τε αὐτῶν καὶ τῆς χώρης τῆς κατύπερθε λέγουσι Hdt.4.8
; τὰ λεγόμενα ὑ. ἑκάστων v.l. in Id.2.123;τοὺς ὑ. τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20
; διαλεχθῆναι, ἀγορεύειν ὑ. τινός, Pl.Ap. 39e, Lg. 776e; περὶ μὲν οὖν τούτων τοσαῦτά μοι εἰρήσθω, ὑ. ὧν δέ μοι προσήκει λέγειν .. Lys.24.4, cf. 21, 16.20;ὑ. οὗ.. ὁμολογῶ.. διαφέρεσθαι τούτοις D.18.31
; βουλευομένων ὑ. τοῦ ποίαν τινὰ [ εἰρήνην ποιητέον] Id.19.94;ἔγραψάς μοι ὑ. τῶν καμίνων PCair.Zen. 273.2
(iii B. C.);ἐνεκάλουν ὑ. σύκων PSI6.554.24
(iii B. C.);ἐπεδώκαμέν σοι ὑπόμνημα ὑ. τοῦ μὴ εἰληφέναι τὴν.. ὄλυραν UPZ46.4
(ii B. C.);συλλαλήσαντες ὑ. τοῦ τὴν πόλιν ἐνδοῦναι τοῖς Ῥωμαίοις Plb.1.43.1
; θροῦς ὑ. τοῦ τὸν Λυκοῦργον ἐκπέμπειν talk of sending L., Id.5.18.5, cf. 6; γνώμην ὑ. τῆς κοινῆς [ δόξης] Isoc.6.93;ὑ. τῶν τούτου λῃτουργιῶν.. ὡδὶ γιγνώσκω D.21.152
;ἐκ τῶν ἐμφανῶν ὑ. τῶν ἀφανῶν πιστεύειν Jul.Or. 4.138b
; with vbs. expressing emotion,ποίας.. γυναικὸς ἐκφοβεῖσθ' ὕ.; S.OT 989
;εἰ τὰ παρὰ σοὶ καλῶς ἔχει, θάρρει ὑ. ἐκείνων X.Cyr.7.1.17
;οὐδεὶς ὑ. μου δαιμόνων μηνίεται κατασφαγείσης A.Eu. 101
(approaching sense 11.1).B WITH ACCUS.,I of Place in reference to motion, over, beyond, freq. in Hom., e.g.ὑ. ὦμον ἤλυθ' ἀκωκή Il.5.16
, cf. 851;ἀλάλησθε.. ὑπεἰρ ἅλα Od.3.73
, cf. 7.135, al., A.Eu. 250, S.Ant. 1145 (lyr.);ὑ. τὸν δρύφακτον ὑπερτιθέμενοι Plb.1.22.10
: without such reference,ὑ. Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῦσι Pl.Criti. 108e
, cf. Jul.Or.1.6d;τὰς κεφαλὰς ὑ. τὸ ὑγρὸν ὑπερίσχον Plb.3.84.9
;τῶν ὑ. τὸ Σαρδῷον πέλαγος τόπων Id.2.14.6
;ὑ. Μασσαλίαν Id.2.16.1
;λόφον κείμενον ὑ. τὴν ὁδόν Id.2.27.5
, cf. 3.47.2, al.;τῶν συριῶν ὑ. τὴν σκηνὴν οὐσῶν PHib. 1.38.7
(iii B. C.);οὐλὴ.. ὑ. ὀφρὺν δεξιάν PCair.Zen.76.13
(iii B. C.);τὸ ὑ. τὸν ἔσχατον.. σπόνδυλον Sor.1.102
;ὑ. τὸν οὐρανόν Jul.Or. 4.135a
.II of Measure, above, exceeding, beyond,ὑ. τὸν ἀλαθῆ λόγον Pi.O.1.28
;ὑ. τὸ βέλτιστον A.Ag. 378
(lyr.);ὑ. ἐλπίδα S.Ant. 366
(lyr.);ὑ. δύναμιν Th.6.16
;μεγέθει ὑ. τοὺς ἐν τῇ νηΐ Pl.R. 488b
;ὑ. ἄνθρωπον εἶναι Id.Lg. 839d
, Luc.Vit.Auct.2; ὑ. ἡμᾶς beyond our powers, Pl.Prm. 128b;ὑ. τὴν ἀξίαν E.HF 146
;ὑ. τὴν οὐσίαν Pl. R. 372b
; ὑ. τὸ ὕδωρ (cf.ὕδωρ 1.4
) Luc.Pr.Im.29.b after [comp] Comp., than, δυνατώτεροι ὑ. .. LXX Jd.18.26: so after Posit., τοῖς ἀγαθοῖς ὑ. αὐτόν better than he, ib.3 Ki.2.32.2 of transgression, in violation of, ὑ. αἶσαν, opp. κατ' αἶσαν, Il.3.59, al.;ὑ. Διὸς αἶσαν 17.321
;ὑ. μοῖραν 20.336
; ὑ. μόρον (or ὑπέρμορον) ib.30;ὑ. θεόν 17.327
;ὑ. ὅρκια 3.299
, al.III of Number, above, upwards of, τὰ ὑ. δέκα μνᾶς [ ξυμβόλαια] IG12.41.23, cf. 22.48, al.;ὑ. τεσσεράκοντα ἄνδρας Hdt.5.64
; ὑ. τετταράκοντα (sc. ἔτη) X.HG5.4.13;ὑ. τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονόσι Id.Cyr.1.2.4
; ὑ. ἥμισυ more than half, ib.3.3.47.IV of Time, beyond, i.e. before, earlier than,ὁ ὑ. τὰ Μηδικὰ πόλεμος Th.1.41
;ὑ. τὴν φθοράν Pl.Ti. 23c
.V in some dialects, in sense A. 11.1,2, on behalf of,ὑ. τὰν πόλιν SIG437
(Delph., iii B. C.), al., cf. IG42(1).109iv113 (Epid., iii B. C.), 5(2).438-40,442 (Megalop., ii B. C.), 42(1).380,665 (Epid., i A. D.), IPE4.71.10 (Cherson., ii A. D.); in sense A. 111, concerning,ἐπικράνθη μοι ὑ. ὑμᾶς LXX Ru.1.13
.C WITH DAT., only Arc., μαχόμενοι ὑ. τᾷ τᾶς πόλιος ἐλευθερίᾳ fighting for.., IG5(2).16 (Tegea, iii B. C.).D POSITION: ὑπέρ may follow its Subst., but then by anastrophe becomes ὕπερ, Il.5.339, Od.19.450, al., S.OT 1444, etc.E AS ADV., over-much, above measure,ὑπὲρ μὲν ἄγαν E.Med. 627
(lyr.); also written ὑπεράγαν, Str.3.2.9, Ael.NA3.38, etc.; cf. ὑπέρφευ: as a predicate, διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; ὑπὲρ ἐγώ I am more [ than they], 2 Ep.Cor.11.23.1 of Place, over, beyond, as in ὑπεράνω, ὑπέργειος, ὑπερβαίνω, ὑπερπόντιος.2 of doing a thing for or in defence of, as in ὑπερμαχέω, ὑπερασπίζω, ὑπεραλγέω.3 above measure, as in ὑπερήφανος, ὑπερφίαλος. -
3 измеритель
ο μετρητής. - видимости (метео) - ορατότητας- расхода (газа жидкости) - κατανάλωσης (αερίου, υγρού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измеритель
-
4 доска
1. (деревянная) η σανίδ/α, το σανίδιполовая - του δαπέδου/πατώματος2. (пла-стина, плита) η πλάκαчертёжная - о πίνακας σχεδιάσεων, το σχεδιαστήριο3. маш. η πλάκαнаборная - (по-лигр.) τυπογραφική -, ο σελιδοθέτηςотражательная (громкоговорителя) о σιγαστήρας μεγαφώνου, το χώρισμα των ηχείωνпредохранительная - της ασφαλείας, προστατευτική -трубная - (котла) αυλοφόρος -, ο καθρέπτης του λέβητα4. эл. о πίνακαςключевая (тлф.) - το πληκτρολόγιοτο ταμπλώ (ξεν.)распределительная - с.-х. - διανομής5. мор. η σανίδαтранцевая - (лодки) το έλασμα ή η επιγκενίδα επιπέδου της πρύμνης, разг. η παπαδιά б.(счётная) η πλάκα, ο άβαξο άβακας, το αβάκιο7. (класс-ная) о πίνακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доска
-
5 οροφη
ἥ1) потолок(ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς Hom.)
2) крыша, кровля Plut.τὸ καταστέγασμα τῆς ὀροφῆς Her. — кровельное перекрытие, кровельный материал
3) крышка, верхушка(τοῦ σμήνους Arst.)
-
6 настил
1. (из досок) η επίστρωση, το επίστρωματο σανίδωμα2. (из плит) το δάπεδο (με πλάκες) 3. (листовой) το έλασμα- второго дна мор. άνω - του διπυθμένου, η άνω οροφή διπυθμένουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > настил
-
7 посадка
1. (самолета) η προσγείωσηосуществлять - у εκτελώ την -, προσγειώνομαι2. (на самолёт, судно) η επιβίβαση 3. маш. η εφαρμογή, η άρμωση 4. горн. η καθίζηση- кровли - της οροφής 5 с.-х. η φύτευση, το (εμ)φύτευμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посадка
-
8 потолочина
1. (горной выработки) η οροφή (της εξώρυξης) 2. (потолочная балка, доска) το δοκάρι, η δοκός, η σανίδα της οροφής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потолочина
-
9 прогиб
η κάμψη (προς τα κάτω)το τόξο καμπής, το λύγισμα, το καμπύλωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогиб
-
10 παρ-αρτάω
παρ-αρτάω, daneben, dabei, an der Seite hangen; παραρτήσαντα ὀβελίσκον ἢ ξιφίδιον ἐκ τῆς ὀροφῆς, Plut. X. oratt. Dem. p. 260; Ael. H. A. 1, 2, u. häufiger im med., πήραν παρήρτητο, er hatte an der Seite hangen, Luc-de mort. Peregr. 15; vgl. Plut. Anton. 4; μάχαιραν παρηρτῆσϑαι, Ael. H. A. 5, 3.
-
11 κατα-στέγασμα
κατα-στέγασμα, τό, die Bedachung, Decke, τῆς ὀροφῆς Her. 2, 155.
-
12 καταστεγασμα
-
13 παραρταω
ион. παραρτέω1) подвешивать, привешивать(ξιφίδιον ἐκ τῆς ὀροφῆς Plut.)
μάχαιρα παρήρτητο Plut. — (к поясу) был привешен меч;med. — надевать на себя (πήραν Luc.)2) med. приводить в готовность, готовить3) med. готовиться(ἐς πόλεμον Her.)
-
14 завал
1. горн. το φράγμα, ο σωρός (από πέτρες, χιόνι, ξύλα κ.λπ.), το σώριασμα 2. (бортов судна) το κεκλιμένο προς τα έσω (κλίση πλευρών/γραμμών σκάφους) 3. (вер-шины импульса) η πτώση (της οροφής του παλμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завал
-
15 ключица
анат. η κλειςη κλείδατο κλειδοκόκκαλο. кляммера το στοιχείο στήριξης/σύσφιξης της οροφής. клятва ο όρκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ключица
-
16 мансарда
η σοφίτα, το διαμέρισμα κάτωθι της οροφήςτο υπόστεγο δωμάτιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мансарда
-
17 мастика
η μαστίχη, η μαστίχαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мастика
-
18 освещение
1. (устройство освещения) о φωτισμός, το σύστημα φωτισμού- κινδύνου3. (воздействие света) η έκθεση σε φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освещение
-
19 плафон
-а α.1. οροφή διακοσμημένη. || ο διάκοσμος της οροφής.2. η πλαφόν ιέρα (ο κα-ταυγαστήρας από την οροφή). -
20 потолочный
επ.της οροφής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Πιέτρο ντα Κορτόνα, Πιέτρο Μπερετίνι ο επονομαζόμενος– — (Pietro da Cortona, Κορτόνα, Αρέτσο 1596 – Ρώμη 1669). Ιταλός ζωγράφος, αρχιτέκτονας και διακοσμητής Είναι, μαζί με τον Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι και το Φραντσέσκο Μπορομίνι, ένας από τους κυριότερους δημιουργούς του μπαρόκ. Το πρώτο έργο του ήταν η … Dictionary of Greek
καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… … Dictionary of Greek
αέτωμα — Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek